- παραγωγάς
- παραγωγά̱ς , παραγωγήleading byfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεμφύω — Α 1. εμφυτεύω επιπροσθέτως («προσεμφύειν παραγωγάς», Φιλόδ.) 2. μέσ. προσεμφύομαι προσκολλώμαι σε κάποιον στενότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφύω «φυτεύω»] … Dictionary of Greek